γρανάζι

γρανάζι
το зубчатое колесо, зубчатка;

η μετάδοση κίνησης με γρανάζια — зубчатая передача


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γρανάζι" в других словарях:

  • γρανάζι — και γρενάζι και γκρανάζι, το 1. οδοντωτός τροχός 2. προεξοχές και εγκοπές οδοντωτού τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < γαλλ. engrenage] …   Dictionary of Greek

  • γρανάζι — το (λ. γαλλ.) 1. οδοντωτός τροχός μηχανής: Κόλλησαν τα γρανάζια της μηχανής. 2. μτφ., ο τρόπος λειτουργίας ενός συστήματος: Πιάστηκε στα γρανάζια του νόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • οδοντωτός — ή, ό (Α ὀδοντωτός, ή, όν) [οδοντώ] (συν. για εργαλείο, εξάρτημα ή κατασκευή) αυτός που φέρει οδόντωση, που έχει εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές παρόμοιες με δόντια νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που εμφανίζει εντομές, ανάμεσα στις οποίες προβάλλουν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»